- ὁδοιπορικῶν
- ὁδοιπορικόςoffem gen plὁδοιπορικόςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρώυτερ, Κρίστιαν — (Reuter). Γερμανός ποιητής και μυθιστοριογράφος (Κύτεν 1665 Βερολίνο 1712). Από μία ξενοδόχο και το γιο του, που τον έδιωξαν επειδή δε πλήρωνε το νοίκι, πήρε αφορμή για το μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο Περιγραφή του οδοιπορικού του Σελμούφσκυ … Dictionary of Greek
Τζυειδών — Πόλη της αρχαίας Θράκης στα A της Αδριανούπολης. Αναφέρεται ιδιαίτερα από τους συγγραφείς οδοιπορικών. Καταστράφηκε τον 11o αι. από τους Βουλγάρους. Στη θέση της βρίσκεται η κωμόπολη Χαυσά, που χτίστηκε το 1560 από τους Τούρκους … Dictionary of Greek